- κλείπους
- κλείπους· κόσμος τις τοῦ καλουμένου γείσους, Hsch. [full] κλεῖρος· κλειδίον, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλείπους — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κόσμος τις τοῡ καλουμένου γείσους». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. κλει (απαθής βαθμίδα τής ρίζας τού κλίνω, πρβλ. κλειτύς) + πούς (< πούς), πρβλ. αερσί πους, καμψί πους)] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek